συμβεβηκότων

συμβεβηκότων
συμβαίνω
stand with the feet together
perf part act masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ИНДИВИД — [от лат. individuum неделимое], понятие, обозначающее представителя к. л. группы, к рый обладает отдельным самостоятельным существованием и характерными особенностями, благодаря наличию к рых он не может быть отождествлен с др. представителями… …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Αμιρούτζης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας της Τραπεζούντας, που άκμασε τον 15o αι. Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αλέξανδρος. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας (1461) οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Αδριανούπολη. Εξισλαμίστηκε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”